δεσμωτης

δεσμωτης
    δεσμώτης
    I
    -ου adj. m связанный, скованный, пленный Aesch., Soph.
    II
    -ου ὅ узник, пленник Her., Thuc., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δεσμωτης" в других словарях:

  • δεσμώτης — prisoner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώτης — ο (θηλ. δεσμώτις, η) (AM δεσμώτης, ο θηλ. δεσμῶτις, η) φυλακισμένος νεοελλ. αυτός που επηρεάζεται απόλυτα από κάποιον ή κάτι, δέσμιος («δεσμώτης τού έρωτα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα δεσμώτης, δεσμωτήριον, δέσμωμα είναι παράγωγα τού δεσμός*, παρεκτεταμένα με… …   Dictionary of Greek

  • δεσμώτης — ο αυτός που του έχουν στερήσει την ελευθερία, ο δέσμιος, ο υποχείριος, ο αιχμάλωτος: Είναι δεσμώτης των όρων του εργασιακού του συμβολαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεσμῶτα — δεσμώτης prisoner masc voc sg δεσμώτης prisoner masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμωτῶν — δεσμώτης prisoner masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμῶτιν — δεσμώτης prisoner fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμῶτις — δεσμώτης prisoner fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώταις — δεσμώτης prisoner masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώταισι — δεσμώτης prisoner masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώτη — δεσμώτης prisoner masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεσμώτιδας — δεσμώτης prisoner fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»